γιγαντώνομαι

γιγαντώνομαι
γιγαντώνομαι, γιγαντώθηκα, γιγαντωμένος βλ. πίν. 4
——————
Σημειώσεις:
γιγαντώνομαι : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται και ενεργητική φωνή (γιγαντώνω, βλ. πίν. 3 ).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γιγαντώνομαι — βλ. γιγαντώνω …   Dictionary of Greek

  • γιγαντώνω — 1. δυναμώνω κάτι, τό κάνω γιγάντιο 2. μέσ. γιγαντώνομαι και γιγαντούμαι γίνομαι γιγάντειος, αποκτώ μεγάλο σθένος («γιγαντώθηκε ο πόθος τής λευτεριάς») …   Dictionary of Greek

  • θεριακώνω — θεριακώθηκα, θεριακωμένος, θεριεύω, γιγαντώνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεριεύω — θέριεψα, θεριεμένος, αναπτύσσομαι υπερβολικά, γιγαντώνομαι: Θέριεψε μέσα τους ο πόθος της λευτεριάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρασομανάω — και θρασομανώ 1. φουντώνω, θάλλω. 2. μτφ., αποκτώ μεγάλες διαστάσεις, γιγαντώνομαι: Θρασομανάει η φωτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”